- κωβίων
- κωβίων, -ωνος, ὁ (Α)ο κωβιός.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. τού κωβιός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωβιῶν — κωβιός gudgeon masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαύνος — η, ο / χαῡνος, αύνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) πνευματικά νωθρός, αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος 2. (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) άτονος, χαλαρός (α. «σε μια προσήλωση ως κρατεί χαύνο το πνεύμα», Μαλακ. β. «σύμπασιν δ ὑμῑν… … Dictionary of Greek